- καθημερινός
- και καθημερνός και καθεμερνός -ή, -ό(AM καθημερινός, -ή, -όν)1. αυτός που γίνεται κάθε μέρα (α. «καθημερινές ασχολίες» β. «καθημερινά γυμνάσια», Αιλ.)2. αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, συνηθισμένος («αυτό το βάσανο έγινε πια καθημερινό»)νεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. η καθημερινήη εργάσιμη μέρα3. το ουδ. ως ουσ. το καθημερινόη ποσότητα τροφής ή χρημάτων που απαιτείται για κάθε μέρα4. (το ουδ.πληθ. ως ουσ.) τα καθημερινάτα ρούχα που φοριούνται κατά τις εργάσιμες μέρεςμσν.(το ουδ. ως επίρρ.) καθημερινό(ν) και καθημερνό(ν) και καθεμερνόκάθε μέρα, καθημερινά.επίρρ...καθημερινώς και -ά και καθημερνά (Μ καθημερινώς και -ά και καθημερνά)κάθε μέρα, καθημερινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ' ἡμέραν»].
Dictionary of Greek. 2013.